Επιστολές

Ζωές αφημένες, παρατημένες, με μόνες διεξόδους, τι άλλο;

Γράφει η Άννα Ζανιδάκη

Σκέψεις που στριφογυρίζουν και σε ρωτούνε συνεχώς, χωρίς να διαφαίνεται ίχνος κούρασης στο βλέμμα τους. Λες και θέλουν να καλύψουν το κάθε τι που τις έχει οδηγήσει και παραπλανήσει ταυτόχρονα και συνάμα. Θελήσανε να απεμπλακούν από δικές τους καταθέσεις ψυχής και το μόνο που κατάφεραν ήταν να μπουν σε ένα κλουβί που άλλοι σχεδίασαν στα μέτρα τους και κατήυθυναν τόσο εύκολα, μα ίσως και ύπουλα, ώστε να μη γευτούν ξανά το αίσθημα της ελευθερίας. Σκέψεις θέλετε να το πείτε, εκφράσεις, να το δεχτούμε. Μα το κυριότερο είναι πώς πλανήθηκαν και παραπλανήθηκαν από δικά τους δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα πρέπει, θέλω, κατευθυντήριες χαράξεις γραμμών και πορειών. Κανείς άραγε δε βρέθηκε να υποδείξει τον ορθό τρόπο, απομακρυσμένο και αποσπασμένο από τα δήθεν επιδιωκόμενα και νικητήρια έπαθλα, που το μόνο που τους δώσανε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εφήμερη ματαιοδοξία, παραμονή σε έναν κόσμο ψεύτικο, γυάλινο και καθ’ όλα εύθραυστο και αποκλεινόμενο από τα δικά τους μέχρι τώρα σχέδια και πλάνα ζωής; Μέσα σ’ αυτό το χρυσό κλουβί για τα καλά κρύφτηκαν επιδιώξεις, όνειρα, πλάνα που κάποια στιγμή είχαν παραμείνει δίπλα τους, να τους θυμίζουν τι είναι και τι πρέπει να κάνουν για να μη χαθεί και αλλοιωθεί η δική τους πραγματικότητα, για την οποία είχαν παλέψει με νύχια και με δόντια. Μα όπως φάνηκε με το πέρασμα των χρόνων, ο εφησυχασμός είχε παραδοθεί και αποδοθεί σε ένα και μοναδικό νόημα, μια ασήμαντη για μας ουσία, μα αποδοχής και παραδοχής εκείνων που είχαν εγκλειστεί και εγκλωβιστεί σε εκείνο το χρυσό, ολόλαμπρο μεν κλουβί, όπου μόνο τα βράδια οι ελευθερίες τους κάναν πάρτυ, γιόρταζαν, υπενθυμίζοντας τη ζωντάνια που κάποτε τους διακατείχε και τους έντονους ρυθμούς και παλμούς της ζωής τους. Τώρα πια αποδείχτηκαν οικτρά και ποταπά πλάσματα μιας τυχοδιωκτικής και απαξιωτικής από τους άλλους συμπεριφοράς, αφού το μόνο που θέλησαν και αποζήτησαν ήταν ευκαιριακοί οργασμοί αποπλήρωσης χρεών και ηδονικών καταιγιστικών δανεισμών από τους τραπεζίτες και εξαγοραστές της ψυχής και της συνείδησής τους. Μαστροποί και προωθητές των αποφάσεών τους και των κινήσεών τους, δεν ήταν παρά μόνο οι ίδιοι τους οι εαυτοί που ’χαν ξεφτίσει και ξεφτυλίσει το νόημα της αξιοπρέπειας και της δύναμης. Ψυχής, κορμιού, μυαλού, που όντως ανίκανοι και αδύναμοι είχαν πέσει σε εκείνο, όχι το τρυπάκι, αλλά τη λακούβα, που με τη δίνη της η οργή, η εκμετάλλευση και η παράνοια τους είχε συνεπάρει μαζί της, σε έναν κόσμο αποσβολωμένο, παθητικά εξελισσόμενο μα, κυρίως, αδαή και ανέπαφο από το κομμάτι του ίδιου τους του σώματος, που λέγεται καρδιά, και δεν είναι μόνο για να πάλλεται αλλά και για να αισθάνεται και να καταδιώκει τις τύψεις, εφόσον πήραν το συγχωροχάρτι από τους ίδιους και την αληθινή τους μεταμέλεια.

Σχετικά Άρθρα